- ρεφενέ
- επίρρ. совместно, сообща, вместе; на паях, в складчину;
φάγαμε ρεφενέ — мы пообедали в складчину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φάγαμε ρεφενέ — мы пообедали в складчину
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεφενές — ο (λ. τουρκ.), συνεισφορά για τα έξοδα κοινού γεύματος· η αιτ. ρεφενέ ως επίρρ.: Ταπερισσότερα βράδια μαζευόμαστε και τρώμε ρεφενέ. Ρήμα ρεφενίζω, κάνω ρεφενέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεφενές — ο, Ν 1. (ιδίως σχετικά με γεύμα) η από κοινού πληρωμή τών εξόδων, συνεισφορά 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ρεφενέ με κοινή συνεισφορά, πληρώνοντας ο καθένας τα δικά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. refene] … Dictionary of Greek
ρεφενηδόν — Ν επίρρ. με ρεφενέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεφενές + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν). Το επίρρ. σχηματίστηκε χάριν αστεϊσμού] … Dictionary of Greek